- ποηφάγος
- και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, -ον, Α(για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.